μαθητής — learner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… … Dictionary of Greek
μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖς — μαθητής learner masc dat pl μαθητός learnt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσι — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταῖσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic aeolic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθηταί — μαθητής learner masc nom/voc pl μαθητός learnt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητοῦ — μαθητής learner masc gen sg μαθητός learnt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇ — μαθητής learner masc dat sg (attic epic ionic) μαθητός learnt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητῇσιν — μαθητής learner masc dat pl (epic ionic) μαθητός learnt fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)